- Ἀμφιθέα
- Ἀμφιθέᾱ , Ἀμφιθέηfem nom/voc/acc dualἈμφιθέᾱ , Ἀμφιθέηfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀμφιθέα — ἀμφιθέᾱ , ἀμφί θεάω gaze at pres imperat act 2nd sg ἀμφιθέᾱ , ἀμφί θεάω gaze at imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αμφιθέα — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Σύζυγος τουΑυτόλυκου, γιαγιά του Οδυσσέα και μητέρα της Αντίκλειας, γυναίκας του Λαέρτη. 2. Κόρη του Κύκνου, σύζυγος του Τένητα. 3. Μητέρα του Μακάρεα και της Κανάκης. 4. Σύζυγος του Άδραστου, μητέρα του Αιγιαλέα… … Dictionary of Greek
Κάτω Αμφιθέα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 180 μ., 100 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού, ΒΑ της Κυπαρισσίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Δωρίου … Dictionary of Greek
ἀμφιθέαν — ἀμφιθέᾱν , ἀμφί θεάω gaze at imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἀμφιθέᾱν , ἀμφί θεάω gaze at imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἀμφιθέᾱν , ἀμφί θεάω gaze at imperf ind act 3rd pl (attic epic doric aeolic) ἀμφιθέᾱν , ἀμφί θεάω gaze at… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀμφιθέας — Ἀμφιθέᾱς , Ἀμφιθέη fem acc pl Ἀμφιθέᾱς , Ἀμφιθέη fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιθέας — ἀμφιθέᾱς , ἀμφί θεάω gaze at pres ind act 2nd sg (attic) ἀμφιθέᾱς , ἀμφί θεάω gaze at imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιθεάτρου — ἀμφιθεά̱τρου , ἀμφιθέατρον neut gen sg ἀμφιθέατρος having seats for spectators all round masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιθεάτρῳ — ἀμφιθεά̱τρῳ , ἀμφιθέατρον neut dat sg ἀμφιθέατρος having seats for spectators all round masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀμφιθέαν — Ἀμφιθέᾱν , Ἀμφιθέη fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιθέατρα — ἀμφιθέᾱτρα , ἀμφιθέατρον neut nom/voc/acc pl ἀμφιθέατρος having seats for spectators all round neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)